- ἄμφισσαν
- ἀμφί-ἵζωsi-sd-oaor ind act 3rd pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἄμφισσαν — Ἄμφισσα fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υπεξέρχομαι — Α [ἐξέρχομαι] 1. απομακρύνομαι κρυφά, φεύγω με επιτήδειο τρόπο («εἰδότες ὅτι ὤφθησαν εὐθὺς ὑπεξῆλθον», Θουκ.) 2. (σπάν. με αιτ.) ξεφεύγω από κάποιον 3. αποφεύγω κάτι 4. μετοικίζω («οἱ δὲ ἐς Ἄμφισσαν τὴν Λοκρίδαν ὑπεξῆλθον», Ηρόδ.) 5. εξέρχομαι… … Dictionary of Greek